Ουσιαστικό επεξεργασία. μουράγιο ουδέτερο. (ναυτικός όρος) η προκυμαία. ※ Κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο είπα να σκοτωθώ μα τον άγιο, μα έκανα υπομονή και ...
στενόμακρη κατασκευή από βράχια, τσιμέντο κτλ. που χρησιμεύει για προστασία του λιμανιού και το δέσιμο των πλοίων (σαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια (Γ.
μουράγιο ; quay n, (mooring place for boats) (για βάρκες), αποβάθρα ουσ θηλ ; μουράγιο ουσ ουδ ; The quay's always full of boats in summertime. ; Η αποβάθρα είναι ...
Apr 4, 2016 · Μουράγιο στη Λευκάδα λένε τα τείχη στην είσοδο του λιμανιού από τη Β πλευρά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής ...